- χολόρροια
- η, Νιατρ. εκροή χολής από μη φυσιολογικό άνοιγμα τών χοληφόρων οδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholorrhee < χολή + -ρροια (< -ρρους < ροή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολορραγία — η, Ν ιατρ. χολόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμο ρραγία] … Dictionary of Greek